Δίρκη

Δίρκη
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος του βασιλιά της Θήβας, Λύκου. Η Δ. κράτησε αιχμάλωτη για πολλά χρόνια την ερωμένη του Δία, Αντιόπη, μητέρα των διδύμων Αμφίονος και Ζήθου, που είχαν αφεθεί νεογέννητοι στον Κιθαιρώνα και τους ανέθρεψαν βοσκοί. Όταν μεγάλωσαν οι δίδυμοι απελευθέρωσαν τη μητέρα τους, έδεσαν τη Δ. στα κέρατα ενός μαινόμενου ταύρου και μετά πέταξαν το πτώμα της σε μια πηγή, που πήρε το όνομά της. Σύμφωνα με παραλλαγή του μύθου, η Δ. είχε παραγγείλει στους δύο ποιμένες Αμφίονα και Ζήθο να υποβάλουν στο μαρτύριο του ταύρου την Αντιόπη. Οι δύο νέοι όμως αναγνώρισαν τη μητέρα τους και αντί γι’ αυτή έδεσαν στα κέρατα του ζώου τη Δ., την οποία λυπήθηκε όμως o Διόνυσος και τη μεταμόρφωσε σε πηγή. To μαρτύριο της Δ. αναπαράστησαν πολλοί καλλιτέχνες της αρχαιότητας. «Η θυσία της Δίρκης», νωπογραφία της Πομπηίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Δίρκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίρκῃ — Δίρκη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίρκαι — Δίρκη fem nom/voc pl Δίρκᾱͅ , Δίρκη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Дирке — (Δίρκη) дочь Гелиоса, вторая жена Лика, сына Гириея. Ее судьбу см. Амфион и Антиопа …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Δίρκην — Δίρκη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίρκης — Δίρκη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμφίων — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δία και της Αντιόπης, σύζυγος της Νιόβης. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Ζήθο στον Κιθαιρώνα, όπου τους βρήκαν και τους μεγάλωσαν βοσκοί της περιοχής.… …   Dictionary of Greek

  • δρακοντόβοτος — δρακοντόβοτος, ον (Α) φρ. «δρακοντόβοτος Δίρκη» η Δίρκη στην οποία τρέφονται δράκοντες …   Dictionary of Greek

  • Αντιόπη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ηρωίδα του μυθολογικού κύκλου της αρχαίας Θήβας, κόρη του βοιωτικού ποταμού Ασωπού ή του Νυκτέα. Επειδή φοβόταν την πατρική οργή μετά τους έρωτές της με τον Δία, κατέφυγε στον βασιλιά της Σικυώνας Επωπέα, που την… …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”